Το κλασικό βιβλίο του εξέχοντα Γάλλου βυζαντινολόγου συνεχίζει να διατηρεί αναλλοίωτη την αξία του εξαιτίας του συνθετικού και εύληπτου τρόπου με τον οποίο παρουσιάζει τη χιλιετή ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Από τον Πρόλογό του ήδη ο συγγραφέας τονίζει ότι το Βυζάντιο, αν και αυτοβούλως είχε ανακηρυχθεί κληρονόμος και συνεχιστής της Ρώμης, στην πραγματικότητα έγινε πολύ γρήγορα μοναρχία ανατολική. Το Βυζάντιο δεν έζησε χίλια χρόνια μόνο χάρη σε ευτυχείς συγκυρίες. Τις κρίσεις διαδεχόταν περίοδοι μεγάλης άνθησης και απρόσμενες αναγεννήσεις.
Στη διακυβέρνησή του είχε μεγάλους αυτοκράτορες, επιδέξιους διπλωμάτες, νικηφόρους στρατηγούς και επιτέλεσε ένα μεγάλο έργο για την ανθρωπότητα. Υπήρξε, πριν από τις Σταυροφορίες, ο υπέρμαχος του χριστιανισμού στην Ανατολή και με τη στρατιωτική του δύναμη έσωσε πολλές φορές την Ευρώπη. Υπήρξε, ακόμη, ο παιδαγωγός της σλαβικής και ασιατικής Ανατολής, οι λαοί της οποίας του οφείλουν τη θρησκεία τους, τη λογοτεχνική τους γλώσσα, και την τέχνη τους. Η επιρροή του απλώθηκε ακόμη και ως τη Δύση, η οποία δέχτηκε ανεκτίμητα και καλλιτεχνικά ευεργετήματα από αυτό.
Για ότι υπήρξε στο παρελθόν και για ότι προετοίμασε για το μέλλον, το Βυζάντιο είναι πάντοτε άξιο προσοχής και ενδιαφέροντος.
Ο Κάρολος Ντιλ (1859-1944), διαπρεπής Γάλλος βυζαντινολόγος, γεννήθηκε στο Στρασβούργο της Αλσατίας. Σπούδασε στο Παρίσι στην Ecole Normale Superieure και στη συνέχεια έμεινε για δυο χρόνια στη Ρώμη, όπου ασχολήθηκε με τη ρωμαϊκή και βυζαντινή αρχαιολογία. Έγινε καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Νανσί και στη συνέχεια καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και αργότερα εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Επισκέφθηκε πολλές χώρες στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική, και δίδαξε δύο εξάμηνα στο Harvard. Ο Ντιλ καλλιέργησε όλους τους κλάδους της Βυζαντινολογίας και με τα βιβλία και τη διδασκαλία του άνοιξε νέους δρόμους στη μελετη του βυζαντινού πολιτισμού. Τα κείμενά του ξεχωρίζουν κυρίως για την ακρίβεια και τη σαφήνειά τους, καθώς και για το ύφος τους. Τα πιο γνωστά έργα του είναι “Η βυζαντινή τέχνη στην Ιταλία της Μεσημβρίας” (1894), “Η βυζαντινή Αφρική” (1896), “Ο Ιουστινιανός και ο βυζαντινός πολιτισμός τον Στ’ αιώνα” (1901), “Θεοδώρα, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου” (1904), “Πορτραίτα Βυζαντινών” (1906-1908), “Εγχειρίδιο βυζαντινής τέχνης” (1910), “Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας” (1920), “Η βυζαντινή ζωγραφική” (1933), κ.ά.
Από τον Πρόλογό του ήδη ο συγγραφέας τονίζει ότι το Βυζάντιο, αν και αυτοβούλως είχε ανακηρυχθεί κληρονόμος και συνεχιστής της Ρώμης, στην πραγματικότητα έγινε πολύ γρήγορα μοναρχία ανατολική. Το Βυζάντιο δεν έζησε χίλια χρόνια μόνο χάρη σε ευτυχείς συγκυρίες. Τις κρίσεις διαδεχόταν περίοδοι μεγάλης άνθησης και απρόσμενες αναγεννήσεις.
Στη διακυβέρνησή του είχε μεγάλους αυτοκράτορες, επιδέξιους διπλωμάτες, νικηφόρους στρατηγούς και επιτέλεσε ένα μεγάλο έργο για την ανθρωπότητα. Υπήρξε, πριν από τις Σταυροφορίες, ο υπέρμαχος του χριστιανισμού στην Ανατολή και με τη στρατιωτική του δύναμη έσωσε πολλές φορές την Ευρώπη. Υπήρξε, ακόμη, ο παιδαγωγός της σλαβικής και ασιατικής Ανατολής, οι λαοί της οποίας του οφείλουν τη θρησκεία τους, τη λογοτεχνική τους γλώσσα, και την τέχνη τους. Η επιρροή του απλώθηκε ακόμη και ως τη Δύση, η οποία δέχτηκε ανεκτίμητα και καλλιτεχνικά ευεργετήματα από αυτό.
Για ότι υπήρξε στο παρελθόν και για ότι προετοίμασε για το μέλλον, το Βυζάντιο είναι πάντοτε άξιο προσοχής και ενδιαφέροντος.
Ο Κάρολος Ντιλ (1859-1944), διαπρεπής Γάλλος βυζαντινολόγος, γεννήθηκε στο Στρασβούργο της Αλσατίας. Σπούδασε στο Παρίσι στην Ecole Normale Superieure και στη συνέχεια έμεινε για δυο χρόνια στη Ρώμη, όπου ασχολήθηκε με τη ρωμαϊκή και βυζαντινή αρχαιολογία. Έγινε καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Νανσί και στη συνέχεια καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και αργότερα εξελέγη μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Επισκέφθηκε πολλές χώρες στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και την Αμερική, και δίδαξε δύο εξάμηνα στο Harvard. Ο Ντιλ καλλιέργησε όλους τους κλάδους της Βυζαντινολογίας και με τα βιβλία και τη διδασκαλία του άνοιξε νέους δρόμους στη μελετη του βυζαντινού πολιτισμού. Τα κείμενά του ξεχωρίζουν κυρίως για την ακρίβεια και τη σαφήνειά τους, καθώς και για το ύφος τους. Τα πιο γνωστά έργα του είναι “Η βυζαντινή τέχνη στην Ιταλία της Μεσημβρίας” (1894), “Η βυζαντινή Αφρική” (1896), “Ο Ιουστινιανός και ο βυζαντινός πολιτισμός τον Στ’ αιώνα” (1901), “Θεοδώρα, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου” (1904), “Πορτραίτα Βυζαντινών” (1906-1908), “Εγχειρίδιο βυζαντινής τέχνης” (1910), “Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας” (1920), “Η βυζαντινή ζωγραφική” (1933), κ.ά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου