“Η έννοια «Πολίτης» αποτελεί ένα αξίωμα, για το οποίο όμως πρέπει να αγωνίζεται κανείς – θυσιάζοντας κάποιες φορές την ηρεμία του ή ορισμένα υλικά αγαθά. Η συνεχής ενημέρωση, η δια βίου μάθηση, η συμμετοχή στα κοινά, η αλληλέγγυα στάση και η αντίσταση στη δουλεία, είναι μερικά μόνο από όλα όσα συνοδεύουν αυτό το αξίωμα – το υψηλότερο ίσως σε μία Πολιτεία, η οποία θέλει να «διέπεται» από δημοκρατικές διαδικασίες”.
Άρθρο
Η έννοια της ελευθερίας μεταξύ των διαφόρων λαών, ο τρόπος καλύτερα που στην πραγματικότητα τη βιώνουν, είναι εντελώς διαφορετικός. Οι Γάλλοι, για παράδειγμα, σύμφωνα με τον Tocqueville, θεωρούν πως ελευθερία σημαίνει να μην έχεις κάποιον «πάνω από το κεφάλι σου». Οι Άγγλοι, αντίθετα, πιστεύουν πως ελευθερία είναι το να έχει κανείς κάποιον κάτω από τον ίδιο – να κυριαρχεί δηλαδή, να έχει δούλους, υποτακτικούς, υπηρέτες, να διαθέτει αποικίες το κράτος.
Οι Γερμανοί συνδέουν την ελευθερία, επιθυμούν καλύτερα περισσότερο από κάθε τι άλλο, να έχουν κάποιον πάνω από το κεφάλι τους – να τους οδηγεί, να τους διατάζει, να τους απελευθερώνει από το βάρος της λήψης αποφάσεων.
Αυτό ακριβώς εκμεταλλεύθηκε ο Χίτλερ στο παρελθόν: την έμφυτη τάση τους προς τα απολυταρχικά καθεστώτα, την πίστη τους στην πλατωνική δομή του κράτους, καθώς επίσης στην σπαρτιατική πειθαρχία.
Κατ’ επακόλουθο, είναι στην κυριολεξία ευτυχισμένοι όταν λειτουργούν κάτω από τις οδηγίες κάποιου, όταν τους λέει κανείς ακριβώς τι πρέπει να κάνουν, με κάθε λεπτομέρεια. Παράλληλα, αφενός μεν «σιχαίνονται» έντονα τους προδότες, αφετέρου αντιπαθούν, μισούν στην κυριολεξία όλους όσους υποτάσσονται αμαχητί στις εντολές τους – θεωρώντας τους ανίκανους, δειλούς, αναξιοπρεπείς και ανάξιους.
Ακριβώς για το λόγο αυτό δεν μπορεί ποτέ να διαπραγματευθεί κανείς σωστά με έναν Γερμανό, εάν προηγουμένως δεν τον έχει τοποθετήσει «στη θέση του» – κάτι που αδυνατεί δυστυχώς να κατανοήσει η ελληνική πολιτική ηγεσία. Όσον αφορά δε την πολυσυζητημένη γερμανική υπεροψία, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά προσπάθεια να κρυφτεί πίσω από μία μάσκα η έμφυτη ανασφάλεια του λαού, ο φόβος του «λύκου της στέπας» και η ντροπή για το ναζιστικό παρελθόν του.
Όλες οι προσπάθειες μέχρι σήμερα, ειδικά μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με στόχο την αλλαγή των Γερμανών, έτσι ώστε να πάψουν να υποτάσσονται σε αυταρχικούς χαρακτήρες, δεν επέδωσαν το παραμικρό – αντίθετα, κανένας δεν είναι περισσότερο πρόθυμος να υποταχθεί σε κάποιον δικτάτορα, από εκείνον το Γερμανό, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως αναμφισβήτητος «αντιεξουσιαστής».
Συνεχίζοντας, από τους χαρακτήρες των παραπάνω λαών κατανοούμε εύκολα γιατί οι Άγγλοι δημιούργησαν μία αποικιακή αυτοκρατορία, ποιες ήταν οι βασικές αιτίες της γαλλικής επανάστασης, καθώς επίσης που οφειλόταν η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία – ο οποίος δεν είναι σε καμία περίπτωση το «προϊόν» της δημοκρατίας της Βαϊμάρης (όπως δεν είναι η άνοδος της ελληνικής ακροδεξιάς αποκλειστικά και μόνο το αποτέλεσμα της κρίσης – γεγονός που αποδεικνύεται από το 21% της Αυστριακής ακροδεξιάς, το 19% της Φιλανδικής, από τη Νορβηγία, τη Γαλλία, την Ελβετία κοκ.).
Κατανοούμε επίσης τα μεγάλα αδιέξοδα της σημερινής Ευρώπης, αφού ο εκ των πραγμάτων οικονομικός κυρίαρχος, η Γερμανία δηλαδή, δεν είναι σε θέση να οικοδομήσει μία αυτοκρατορία - η οποία να στηρίζεται είτε στην πολιτική (δημοσιονομική, τραπεζική) ένωση όλων, είτε σε δημοκρατικά, ανεξάρτητα μεταξύ τους κράτη, υπό την ηγεμονία της. Η δημιουργία δε ενός 4ου απολυταρχικού Ράιχ είναι εξίσου αδύνατη – για τους λόγους που έχουμε ήδη περιγράψει (ανάλυση μας).
Οι Έλληνες τώρα θεωρούν μεν ότι, ελευθερία είναι το να μην έχει κανείς κάποιον πάνω από το κεφάλι του, αλλά δεν είναι καθόλου πρόθυμοι να επαναστατήσουν, να αγωνισθούν ή να θυσιάσουν οτιδήποτε, για να το επιτύχουν. Όσον αφορά δε τη σημερινή τους κατάσταση, ο καθένας νοιώθει την οδύνη, το διεθνή εξευτελισμό και τη ντροπή που τη συνοδεύει.
Κανένας όμως δεν έχει δυστυχώς το θάρρος, την ενέργεια ή την αυτοπεποίθηση, για να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο – όσο και αν γνωρίζουν καλύτερα από κάθε άλλο λαό ότι, «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία».
Ο Έλληνας πολίτης έχει επιθυμίες, κατηγορεί τους πάντες, ανησυχεί για το μέλλον του, συζητεί αδιάκοπα, γράφει λιβέλους, διαμαρτύρεται στα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και βρίζει τους δυνάστες του, αλλά δεν αντιστέκεται καθόλου σε όλα όσα συμβαίνουν – μοιάζοντας με εκείνο τον ηλικιωμένο, οι οδύνες και τα πάθη του οποίου αυξάνουν την ανικανότητα του.
Από την άλλη πλευρά, λόγω της αδιάκοπης αύξησης των χρεών, το κράτος διεισδύει όλο και περισσότερο στην ιδιωτική σφαίρα των Ελλήνων – επειδή είναι χρεοκοπημένο και υποχρεώνεται από τους δανειστές του να εισπράττει συνεχώς υψηλότερους φόρους, εκποιώντας τόσο την ιδιωτική, όσο και τη δημόσια περιουσία των πολιτών του. Ουσιαστικά λοιπόν, η ελευθερία των Ελλήνων περιορίζεται διαρκώς, έτσι ώστε να διασωθεί η ελίτ – οι ιδιοκτήτες των δανειακών κεφαλαίων, καθώς επίσης η εγχώρια πολιτική και οικονομική εξουσία.
Μία τέτοια διαδικασία όμως φτάνει κάποια στιγμή, νομοτελειακά, στο τέλος της – καταλήγοντας, ως συνήθως, είτε σε μία λαϊκή επανάσταση, είτε σε μία νέα δικτατορία. Αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη – «ατομικά», εντός των επί μέρους κρατών της δηλαδή, αλλά και «συλλογικά», με αντικείμενο την κεντρική της διοίκηση, τις Βρυξέλλες.
Που θα καταλήξει αλήθεια η διαδικασία αυτή στην Ελλάδα; Πόσο πιθανόν είναι δηλαδή να ξεσπάσει μία επανάσταση ή να επιβληθεί «προληπτικά» ένα δικτατορικό καθεστώς; Τέλος, που αποσκοπεί η έκρηξη της χειραγώγησης, της προπαγάνδας, καθώς επίσης της ύπουλης, βίαιης «προβοκάτσιας» που βιώνουμε τις τελευταίες εβδομάδες;
Ολοκληρώνοντας ας μην ξεχνάμε ότι, οι Έλληνες ήταν δυστυχώς ανέκαθεν «επιρρεπείς» στο χρηματισμό – πως εξαγοράζονταν δηλαδή σχετικά εύκολα από τους ξένους, με βάση την ιστορία μας (για παράδειγμα, ακόμη και ορισμένοι Σπαρτιάτες είχαν πουληθεί στους Πέρσες).
Πόσο μάλλον σε περιόδους όπως η σημερινή, όπου οι περισσότεροι εκδότες, οι ιδιοκτήτες τηλεοπτικών μέσων και οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν μεγάλα οικονομικά προβλήματα – με αποτέλεσμα να «υποκύπτουν» ευκολότερα στους πειρασμούς.
Άλλωστε, όταν διαπιστώνει κανείς πως ακόμη και σε ορισμένα «δεύτερα», σε «αντιστασιακά» κατά κάποιον τρόπο ΜΜΕ, τις τελευταίες είκοσι «μαύρες» ημέρες οι καταγγελίες εναντίον των «εισβολέων» περιορίσθηκαν αισθητά, οι τόνοι χαμήλωσαν και οι διαφημίσεις πολλαπλασιάσθηκαν, τι άλλο να υποθέσει;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου