Breaking News
Loading...

Translate

Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Info Post


Στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης, η τουρκική εξωτερική πολιτική υπόκειται σε μία κρίσιμη μετάλλαξη, η οποία έχει προσδώσει μία διεκδικητικότητα και μαχητικότητα στις κινήσεις της Άγκυρας. Ενδιαφέρον σε αυτή τη διαδικασία προκαλεί η άνοδος του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών MIT.


Στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης, η τουρκική εξωτερική πολιτική υπόκειται σε μία κρίσιμη μετάλλαξη, η οποία έχει προσδώσει μία διεκδικητικότητα και μαχητικότητα στις κινήσεις της Άγκυρας στο διπλωματικό χάρτη της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Μόλις αρχές του 2012, ερωτηθείς για τις διαπροσωπικές σχέσεις που είχε αναπτύξει με ηγέτες άλλων κρατών, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Μπαράκ Ομπάμα, στάθηκε στα ονόματα πέντε ηγετών με τους οποίους, όπως είπε, είχε εδραιώσει μία σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης και παραγωγικής συνεργασίας.

Ανάμεσα στα ονόματα που ανέφερε ο αμερικανός πρόεδρος βρισκόταν και αυτό του πρωθυπουργού της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Έως τα τέλη του 2011 ο κ. Ομπάμα είχε πιο πολλές τηλεφωνικές συνομιλίες με τον κ. Ερντογάν παρά με οποιονδήποτε άλλο ηγέτη, πλην του βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον.

Η ιδιαίτερη αυτή σχέση μεταξύ Ομπάμα και Ερντογάν, έχει μία πολύ λογική γεωπολιτική βάση από τη σκοπιά της Ουάσιγκτον. Η Τουρκία λογίζεται στην Ουάσιγκτον ως ένας ιστορικός σύμμαχος των ΗΠΑ στην ταραχώδη και «εύφλεκτη» Μέση Ανατολή. Πρόκειται ίσως για τη μοναδική χώρα στην περιοχή όπου οι ισλαμικές θρησκευτικές επιρροές δεν περιορίζουν ουσιαστικά τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, ενώ παράλληλα η οικονομία λειτουργεί και αναπτύσσεται βάσει των αρχών της ελεύθερης αγοράς.

Ο «ύφαλος» της Αραβικής Άνοιξης

Παρά ταύτα, η ιδιαίτερη σχέση Ουάσιγκτον-Άγκυρας μοιάζει να έχει χάσει μέρος της «λάμψης» της, ή τουλάχιστον να έχει εισέλθει σε μία φάση μεγαλύτερης ψυχρότητας.

Κύριο αίτιο αυτού του χάσματος είναι η αυξανόμενη διάσταση μεταξύ πολιτικών που επιδιώκει η Άγκυρα και των επιθυμιών των Ηνωμένων Πολιτειών, μία εξέλιξη που συνοδεύεται από την ανάπτυξη ενός δυναμισμού και μίας διεκδικητικότητας στην τουρκική εξωτερική πολιτική στην μετά την Αραβική Άνοιξη εποχή.

Μία από τις «αιχμές» αυτών των διαφορών είναι η Συρία, κάτι που φέρεται να αποτυπώθηκε ξεκάθαρα κατά τη συνάντηση μεταξύ του κ. Ομπάμα και του κ. Ερντογάν στα μέσα Μαΐου στο Λευκό Οίκο.

Σύμφωνα με εκτενέστατο ρεπορτάζ της «Wall Street Journal», η αμερικανή πλευρά εξέφρασε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο τη δυσαρέσκειά της αναφορικά με πληροφορίες που διαθέτει ότι η Άγκυρα παρέχει αδιάκριτα οπλισμό σε ισλαμικά στοιχεία που μάχονται στη Συρία, συμπεριλαμβανομένων ανταρτών που έχουν αντι-Δυτική ατζέντα.

Η άνοδος του Χακάν Φιντάν…

Παρόντες στη συνάντηση κορυφής στην Ουάσιγκτον ήταν οι υπουργοί Εξωτερικών, Τζον Κέρι και Αχμέτ Νταβούτογλου, ο τότε Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του προέδρου Ομπάμα, Τόμας Ντόνιλον, αλλά και ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας (MIT), Χακάν Φιντάν.

Το τελευταίο όνομα ίσως να έχει εξέχουσα σημασία στην προσπάθεια ταυτοποίησης των προσώπων που διαμορφώνουν την τουρκική εξωτερική πολιτική.

Σύμφωνα με πηγές της WSJ, ο Χακάν Φιντάν δεν είναι μονάχα «ο κύριος εκτελεστής» της πολιτικής Ερντογάν όσον αφορά τη Συρία, αλλά ταυτόχρονα έχει αναδειχτεί σε ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα στο στενό κύκλο του τούρκου πρωθυπουργού.

Το πόσο εντυπωσιακή είναι η ανέλιξη του κ. Φιντάν γίνεται κατανοητό από το σημείο αρχής και την ταχύτητα της προόδου του. Ξεκινώντας από απλός υπαξιωματικός του τουρκικού στρατού, ο 45χρονος σήμερα Φιντάν κατόρθωσε το 2007, μετά από μονάχα τέσσερα έτη πολιτικής σταδιοδρομίας, να προαχθεί σε σύμβουλο του κ. Ερντογάν για ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Μόλις τρία χρόνια αργότερα, το 2010, ανέλαβε τα ηνία της MIT.

Η τουρκική πολιτική απέναντι στη Συρία ωστόσο δεν αποτελεί την πρώτη φορά που ο κ. Φιντάν προσελκύει την προσοχή της Δύσης. Το 2010, η CIA υποπτευόταν πως ο τότε νεοδιορισμένος επικεφαλής της MIT διαβίβαζε απόρρητες αμερικανικές πληροφορίες στο Ιράν.

Την ίδια στιγμή, το Ισραήλ φέρεται να βλέπει με έντονο προβληματισμό τον αυξανόμενο ρόλο Φιντάν στο πλευρό του Ταγίπ Ερντογάν, ιδιαίτερα όσον αφορά τη στάση της Άγκυρας απέναντι στην Τεχεράνη.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της «Washington Post», αξιωματούχοι του ισραηλινού μηχανισμού πληροφοριών τον έχουν περιγράψει περιπαιχτικά ως τον «σταθμάρχη» του ιρανικού υπουργείου Πληροφοριών και Ασφάλειας στην Άγκυρα.

Πέραν όλων αυτών, ο κ. Φιντάν φέρεται να έχει δράσει και ως ο έμπιστος αγγελιαφόρος του κ. Ερντογάν, έχοντας παραδώσει σημαντικά μηνύματα του τούρκου πρωθυπουργού στους ηγέτες της Συρίας, της Αιγύπτου, του Λιβάνου και άλλων κρατών κατά τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την αγγλόφωνη έκδοση της «Hurriyet».

… στην τουρκική εξωτερική πολιτική

Η ανέλιξη του αρχηγού της MIT στην ομάδα έμπιστων συμβούλων που πλαισιώνει τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, και η απόκλιση των τουρκικών επιδιώξεων από τις επιθυμίες της Ουάσιγκτον στο «μέτωπο» της Συρίας, είναι όμως μόνο δύο στίγματα σε έναν μεγαλύτερο «χάρτη» διεκδικητικής και ανεξάρτητης συμπεριφοράς της Άγκυρας.

Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον παράδειγμα διάστασης μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Τουρκίας είναι οι σχέσεις μεταξύ της τελευταίας και του Ισραήλ, του παραδοσιακότερου συμμάχου της Αμερικής στην περιοχή.

Οι τουρκο-ισραηλινές σχέσεις παραμένουν σε τέλμα παρά την αναθέρμανση που «σφυρηλάτησαν» οι ΗΠΑ στις αρχές του έτους, μέσω της απολογίας του ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου για το θάνατο εννέα Τούρκων κατά την επέμβαση ισραηλινών στρατιωτών στο «Μαβί Μαρμαρά».

Η όλη ψυχρότητα μεταξύ Τουρκίας-Ισραήλ λαμβάνει διαφορετικές διαστάσεις μετά από την αποκάλυψη της WP ότι στις αρχές του 2012 η Άγκυρα παρέδωσε στο Ιράν τις ταυτότητες έως 10 ιρανών οι οποίοι συνεργάζονταν με τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες και χρησιμοποιούσαν τουρκικό έδαφος για τις συναντήσεις τους με τους χειριστές τους στη Μοσάντ.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου, μιλώντας στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο κ. Νταβούτογλου ουσιαστικά διεμήνυσε πως το Τελ Αβίβ πρέπει να κάνει περισσότερα προκειμένου να επιτευχθεί ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων.

Στον αντίποδα, περίπου δύο εβδομάδες αργότερα, ο κ. Ερντογάν συναντήθηκε στην Άγκυρα με τον αυτοεξόριστο πολιτικό ηγέτη της Χαμάς, Καλίντ Μασάαλ, ο οποίος φέρεται να διερευνά το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης δραστηριοτήτων του στην τουρκική πρωτεύουσα. Ήταν η δεύτερη συνάντηση μεταξύ των δύο ανδρών κατά τους τελευταίους τέσσερις μήνες.

Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Αίγυπτος, όπου η Τουρκία καταδίκασε απερίφραστα την ανατροπή του ισλαμιστή προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, τη στιγμή που ΗΠΑ και Ισραήλ επέδειξαν μία διπλωματική ουδετερότητα ενώπιον της πτώσης των Αδελφών Μουσουλμάνων.

Τέλος, σε μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες εξελίξεις των τελευταίων μηνών, στα τέλη Σεπτεμβρίου η Άγκυρα πρόκρινε την προσφορά της κινεζικής εταιρείας CPMIEC για τη συμπαραγωγή του πρώτου τουρκικού συστήματος πυραυλικής αντιαεροπορικής και αντιβαλλιστικής άμυνας.

Η κίνησης της Άγκυρας έγινε παρά το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει σοβαρές κυρώσεις σε βάρος της CPMIEC για πώληση όπλων και τεχνογνωσίας στο Ιράν και το Πακιστάν, και μολονότι στο διαγωνισμό συμμετείχαν η αμερικανική κοινοπραξία Raytheon και Lockheed Martin και η γαλλο-ιταλική Eurosarms.

Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έχει εκφράσει τον έντονο προβληματισμό του για την επιλογή της Άγκυρας, όχι μονάχα λόγω των κυρώσεων σε βάρος της CPMIEC, αλλά και για τη συμβατότητα ενός κινεζικού προϊόντος με την ψηφιακή αρχιτεκτονική του ευρύτερου NATOϊκού συστήματος, ζήτημα που μάλλον κρύβει βαθύτερα ερωτήματα γύρω από την απόφαση της Τουρκίας να στραφεί σε μία χώρα έξω από τη Βορειοατλαντική ομπρέλα.

Στον απόηχο της αντίδρασης της Ουάσιγκτον ο κ. Νταβούτογλου και ο πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιούλ έχουν διαμηνύσει πως η συμφωνία δεν έχει οριστικοποιηθεί. Ωστόσο, ο ίδιος ο κ. Ερντογάν έχει υπεραμυνθεί της απόφασης.

Οι (πολλές) φωνές με τις οποίες συνομιλεί ο Ταγίπ Ερντογάν

Στη φάση μετάλλαξής της, η τουρκική εξωτερική πολιτική περιλαμβάνει μία εντυπωσιακή και όχι πάντοτε ομοιογενή πολυφωνία.

Πέραν των Νταβούτογλου και Φιντάν, υπάρχει η φωνή του υπουργού Εγκεμέν Μπαγκίς, κύριου διαπραγματευτή για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., ο οποίος όμως έχει κατά καιρούς προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των Βρυξελλών, λόγω των αιχμηρών επικρίσεών του για τη συνολική πορεία των ευρω-τουρκικών σχέσεων.

Υπάρχουν επίσης οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης Αταλάι, Αρίντς και Μποζντάγκ, οι οποίοι συχνά ασχολούνται με θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως οι σχέσεις της Άγκυρας με το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος και η δημιουργία μίας ευρύτερης «Τουρκικής διασποράς». Ειδικά ο κ. Αταλάι έχει υπάρξει στόχος έντονης κριτικής ως ο φερόμενος ιθύνων νους πίσω από μία αποτυχημένη δυσφημιστική εκστρατεία με στόχο την αποδυνάμωση του τουρκοκύπριου ηγέτη Ντερβίς Έρογλου.

Σε αυτό το μικρό πλήθος ανήκουν και δύο νεότεροι, ανερχόμενοι «παίκτες», οι πρωθυπουργικοί σύμβουλοι Γιαλκίν Ακντογάν και Γιγκίτ Μπολούτ. Ο κ. Μπολούτ συγκαταλέγεται σε αυτούς που πιστεύουν πως ο 21ος αιώνας θα είναι ο αιώνας της ακμάζουσας Τουρκίας, μία ευκαιρία που παρεμποδίζεται από δυνάμεις της Δύσης. Είναι θιασώτης μίας πιο δυναμικής εξωτερικής πολιτικής, προκειμένου να κατανικηθούν τα «παιχνίδια» αυτού του αντι-τουρκικού λόμπι.

Απομένει να δούμε στο επόμενο διάστημα το κατά πόσον η Άγκυρα θα παραμένει κοντά στη γραμμή πλεύσης των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δύσης, ιδιαίτερα τώρα που φαίνεται να «ξεπαγώνουν» οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή εάν θα ακολουθήσει μία δική της πορεία, ενδεχομένως προς την Ανατολή.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις της εβδομαδος

Δημοφιλείς αναρτήσεις του μηνα

ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΗΣΕΙΣ