Η Ουάσινγκτον βρίσκεται στην περίεργη θέση να οδηγείται σε άτυπη συνεργασία όχι μόνο με την Τεχεράνη, αλλά και με τους συμμάχους της
Του Κωνσταντίνου Γρίβα
Οι τελευταίες εξελίξεις στο Ιράκ αποδεικνύουν ότι η ιστορία έχει, αν μη τι άλλο, χιούμορ. Δαπανώντας περίπου 2 τρις δολάρια και καταστρέφοντας την πολεμική τους μηχανή στις ιρακινές ερήμους, οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν τελικά να προσφέρουν το κέντρο του Ιράκ δώρο στους διαδόχους της Αλ Κάιντα και να εξαρτώνται από το Ιράν για το αν θα μπορέσουν να ελέγξουν την κατάσταση στην περιοχή.
Ολόκληρη η ενεργειακή ασφάλεια του πλανήτη τελεί εν κινδύνω και ο μόνος αξιόπιστος παράγοντας που μπορεί να δώσει λύση στο πρόβλημα εμφανίζεται να είναι η ιρανική ισχύς.
Το 2003 οι ΗΠΑ επιτέθηκαν και κατέστρεψαν το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, καταλαμβάνοντας τη χώρα. Από τότε δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είχαν προειδοποιήσει ότι η ενέργεια αυτή θα οδηγούσε, αργά ή γρήγορα, σε τριχοτόμηση του Ιράκ.
Κατ’ αρχάς, ο σιιτικός νότος θα τίθετο υπό την άτυπη ηγεμονία του Ιράν, δηλαδή του μεγάλου εχθρού των ΗΠΑ.
Κατά δεύτερον, θα δημιουργούνταν ένα ανεξάρτητο Κουρδιστάν, το οποίο ναι μεν θα ήταν γνησίως και ειλικρινώς φιλοδυτικό, πλην όμως θα αποτελούσε και διαρκές «αγκάθι» στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας.
Τέλος, το σουνιτικό κέντρο του Ιράκ δεν θα αργούσε να πέσει στα χέρια σκληροπυρηνικών ισλαμιστών.
Σήμερα, η απρόσμενα γρήγορη άνοδος της ισχύος των ισλαμιστών ανταρτών στο κέντρο του Ιράκ, με την κατάληψη της Μοσούλης, φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτούς τους φόβους. Ακόμη κι αν η κυβέρνηση του Ιράκ καταφέρει τελικώς να τους αναχαιτίσει, η συνοχή της χώρας φαίνεται πως έχει υποστεί βαρύτατο πλήγμα. Έτσι, ο σιιτικός νότος φαίνεται ότι θα περάσει περαιτέρω από τον έλεγχο του Ιράν, ενώ ο κουρδικός βορράς θα ενισχύσει την ήδη υπάρχουσα οικονομία του από το καθεστώς της Βαγδάτης.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δημιουργείται ένας μηχανισμός που μπορεί να απειλήσει ολόκληρη την πολιτική γεωγραφία στη Μέση Ανατολή, δημιουργώντας τεράστια προβλήματα στην ενεργειακή τροφοδοσία του πλανήτη.
Η Συρία παρέσυρε το Ιράκ
Μεταξύ των άλλων, η κατάσταση στο Ιράκ πιθανώς δεν θα ήταν τόσο δραματική, α συνδυαζόταν με την αποδόμηση της Συρίας ως ενιαίας χώρας, μετά την εξέγερση των ισλαμιστών σουνιτών εναντίον του καθεστώτος Άσαντ.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το Ιράκ και η Συρία δεν είναι δύο κλειστά κουτιά που δεν έχουν επαφή μεταξύ τους. Αντιθέτως, τα σύνορα στις δύο αυτές χώρες είναι απλές γραμμές στον χάρτη και ελάχιστη πραγματική σημασία έχουν.
Έτσι, η αποδόμηση της Συρίας επέτρεψε στους ισλαμιστές αντάρτες της χώρας αλλά και του Ιράκ να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να κυριαρχήσουν στο κέντρο του τελευταίου.
Παρεπιμπτόντως, η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη αν οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν προχωρήσει στην επίθεση που σχεδίαζαν κατά του Άσαντ και είχαν επιβάλει δια των όπλων τους ισλαμιστές στην εξουσία.
Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει το ενδεχόμενο το ισλαμικό μόρφωμα που έχει δημιουργηθεί στο Ιράκ και τη Συρία να επεκτείνει τη δράση του και σε άλλες χώρες της περιοχής, δημιουργώντας ένα φαινόμενο ντόμινο, που θα μπορούσε να απειλήσει ακόμη και τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη του Κόλπου, ιδιαίτερα δε την Σαουδική Αραβία. Σε αυτή την περίπτωση οι συνέπειες για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια θα ήταν κατακλυσμιαίες. Δεν θα ήταν πιθανώς υπερβολή να πούμε ότι βρισκόμασταν ενώπιον μίας ενδεχόμενης πετρελαϊκής κρίσης, η οποία θα έκανε τις αντίστοιχες του ’73 και του ’79 να φαντάζουν ασήμαντες μικροαναταράξεις.
Εκτός από τις ΗΠΑ, στην ίδια παγίδα φαίνεται ότι έπεσε και η Τουρκία, η οποία στήριξε τα ισλαμικά κινήματα στη Συρία για να τα βρει τελικά απέναντί της, ενώ το αμήχανο Ισραήλ έτσι κι αλλιώς ελάχιστα πράγματα μπορεί να κάνει, και προσπαθεί ακόμη και σήμερα να κατανοήσει ποιο θα ήταν το μικρότερο κακό γι αυτό ώστε να δράσει αναλόγως.
Η ανατολή του Ιράν ως δύναμη σταθερότητας
Το σημαντικότερο ωστόσο, στη σημερινή περίπτωση είναι ότι το Ιράν εμφανίζεται ως η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να αναχαιτίσει τους ισλαμιστές αντάρτες. Όπως και να έχει, η Τεχεράνη θα συγκρουστεί μαζί τους, γιατί αυτοί απειλούν ακόμη και με γενοκτονία τους σιιτικούς πληθυσμούς στο Ιράκ.
Η νέα αυτή πραγματικότητα φέρνει και πάλι κοντά την κυβέρνηση της Άγκυρας με αυτή της Τεχεράνης, όπως φάνηκε και από τη συνάντηση του πρωθυπουργού Ερντογάν με τον πρόεδρο του Ιράν πριν από μερικές ημέρες. Εκτός του ότι και οι δύο χώρες θέλουν να καταστείλουν τους ισλαμιστές φονταμενταλιστές, αμφότερες έχουν λόγους και να φοβούνται τη δημιουργία ενός μεγάλου και πλήρως ανεξάρτητου Κουρδιστάν στο Βορρά του Ιράκ, μια και οι δύο έχουν περιοχές δίπλα σε αυτό, όπου υπάρχουν μεγάλες κουρδικές κοινότητες.
Έτσι, η διπλή διάλυση της Συρίας και του Ιράκ θα δημιουργούσε δύο εν δυνάμει κουρδικά κράτη, που θα πρέπει να περιοριστούν, έτσι ώστε να μην επεκταθούν στα εδάφη του Ιράν και της Τουρκίας. Και οι δυο χώρες, λοιπόν, θέλουν να υψώσουν γύρω από τους Κούρδους και τους ισλαμιστές ένα τείχος ανάσχεσης.
Αυτό, φυσικά, επιθυμούν και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες πλέον βρίσκονται στην περίεργη θέση να οδηγούνται σε μία μορφή άτυπης συνεργασίας όχι μόνο με το Ιράν, αλλά και με τους συμμάχους του, δηλαδή το καθεστώς Άσαντ στη Συρία και τη Χεζμπολάχ.
Ουάσινγκτον – Τεχεράνη μέσω Άγκυρας
Βέβαια, είναι πολύ δύσκολο να πράξει επισήμως κάτι τέτοιο η Ουάσινγκτον, αν μη τι άλλο , για λόγους γοήτρου και στοιχειώδους αξιοπρέπειας. Επιπροσθέτως, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογήσει στην αμερικανική κοινή γνώμη ακόμη και την ελάχιστη συνεργασία με δύο χώρες (Ιράν και Συρία) τις οποίες έχει δαιμονοποιήσει και μέχρι πρότινς ήθελε να βομβαρδίσει.
Στο σημείο αυτό έρχεται να προσφέρει τις υπηρεσίες της η Τουρκία του Ερντογάν, ο οποίος ακόμη κι αυτές τις στιγμές, που βρίσκεται υπό πολλαπλή πίεση, δείχνει ότι έχει ικανότητες ιστορικού ηγέτη. Καλύπτοντας τη σωρεία των πρόσφατων λαθών της στο ζήτημα της Συρίας, η Τουρκία, με τον επιδέξιο ελιγμό του ανοίγματος προς το Ιράν, δείχνει να μπορεί να αποτελέσει τον απαιτούμενο συνδετικό κρίκο μεταξύ ΗΠΑ και του σιιτικού άξονα, εμφανιζόμενη η Άγκυρα να συνεργάζεται με την Τεχεράνη και όχι άμεσα η Ουάσινγκτον, διασώζοντας έτσι τα προσχήματα για την τελευταία.
Μπορεί, βέβαια, να συμβεί κάτι άλλο. Σε αντίθεση με ό,τι γενικώς πιστεύεται, το Ιράν δεν είναι εγγενώς αντιδυτικό. Πρόκειται για ένα μοναχικό έθνος που έχει συναίσθηση της ιδιαίτερης ταυτότητάς του, διακατέχεται από βαθιά αίσθηση ιστορικού ρόλου, διεκδικεί θέση περιφερειακής δύναμης σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα και έχει μάθει από την πολύχρονη ιστορία του να παζαρεύει και να περιμένει.
Υπό ορισμένες συνθήκες θα μπορούσε να αναπτύξει ένα ειδικό modus vivendi με τις ΗΠΑ ή ακόμη και με το Ισραήλ. Αρκεί να προωθούσε τα στρατηγικά του συμφέροντα μέσω μίας πορείας που θα το καθιστούσε περιφερειακή δύναμη με παγιωμένο ρόλο στο γεωσύστημα της Μέσης Ανατολής – Κεντρικής Ασίας. Στο πλαίσιο της προσπάθειας αυτής θα μπορούσε ακόμη και να «θυσιάσει» το πυρηνικό του πρόγραμμα, το οποίο θα πρέπει ίσως να αντιμετωπιστεί περισσότερο ως διαπραγματευτικό χαρτί και μέσο για την ενίσχυση του γοήτρου του, παρά ως αυτοσκοπός.
Άρα η χαοτική κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα στο Ιράκ και η πιθανή προσέγγιση Τεχεράνης – Δύσης δεν αποκλείεται να συνδυαστούν με μία ευρύτερη προσπάθεια που θα οδηγούσε το Ιράν στο να ακυρώσει το πυρηνικό του πρόγραμμα, ανταλλάσσοντάς το με μία θέση περιφερειακής δύναμης, η οποία δεν θα είναι φιλική αλλά ούτε και εχθρική έναντι της Δύσης.
Τα λάθη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και οι μελλοντικές ευκαιρίες
Τέλος, θα πρέπει κάποια στιγμή να κάνουμε και στην Ελλάδα την αυτοκριτική μας για ό,τι πράξαμε μέχρι σήμερα αλλά και να εξετάσουμε τις ευκαιρίες που μας προσφέρονται στο μέλλον.
Κατ’ αρχάς, αποδεικνύονται θεμελιώδες λάθος ο πολιτικός καιροσκοπισμός και η τυφλή υποταγή σε ευκαιριακές πολιτικές της Δύσης. Εν προκειμένω, η Ελλάδα κατέστρεψε τις στενότατες σχέσεις που είχε αναπτύξει με το καθεστώς Άσαντ από τα χρόνια του Ανδρέα Παπανδρέου, θεωρώντας (αφελέστατα) ότι ήταν μετρημένες οι ημέρες του και για να μην πάει κόντρα στην τάση που επικρατούσε τότε σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Κάτι παρόμοιο έκανε σε μικρότερη κλίμακα και με το Ιράν. Όμως, αν η Αθήνα είχε διατηρήσει έστω και ψήγματα των παλαιότερων προνομιακών της σχέσεων με τη Δαμασκό και την Τεχεράνη, σήμερα θα μπορούσε ίσως να αποτελεί εκείνη τον μεσολαβητή με τη Συρία και το Ιράν και όχι η Άγκυρα. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα προτιμούσαν την Ελλάδα να παίζει αυτό το ρόλο απ’ ότι η Τουρκία.
Σε κάθε περίπτωση, η επικίνδυνη κατάσταση που διαμορφώνεται στη Μέση Ανατολή, σε συνδυασμό με την αναζωπύρωση της έντασης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας στην Ουκρανία, θέτει νέα δεδομένα και στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη κα φέρνει τα όποια ενεργειακά κοιτάσματα της Ελλάδας στον αφρό των εξελίξεων. Κι αυτό αποτελεί σημαντικό χαρτί στα χέρια των μελλοντικών ελληνικών κυβερνήσεων.
* Ο Κωνσταντίνος Γρίβας διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου